Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

με γυμνό

См. также в других словарях:

  • γυμνό σωμάτιο — Ονομασία ενός υποθετικού και καθαρά αδρανούς σωματίου που το ξεχωρίζει από το αληθινό φυσικό σωμάτιο ντυμένο σωμάτιο. Η ονομασία αυτή έχει δοθεί κατ’ αναλογία προς το αφύσικο γυμνό κενό που διακρίνεται από το φυσικό κενό, δηλαδή τον χώρο που… …   Dictionary of Greek

  • Γυμνό — Sp Gimnas Ap Γυμνό/Gymno L Graikija (Euboja) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • γυμνό — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ., 470 κάτ.) του νομού Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λυρκείας. 2. Κωμόπολη (υψόμ. 140 μ., 2.021 κάτ.) του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμαρυνθίων. * * * το βλ.… …   Dictionary of Greek

  • αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… …   Dictionary of Greek

  • αστρικά σμήνη — Αστέρες, που τα μεταξύ τους χαρακτηριστικά είναι όμοια, όπως όμοιος είναι ο τρόπος της κίνησής τους. Τα α.σ. είναι αθροίσματα αστέρων, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύνολο εξαιτίας της ομοιόμορφης κίνησης και της ομοιότητας των φασματικών… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην …   Dictionary of Greek

  • μεγέθυνση — Η ιδιότητα ενός οπτικού συστήματος να σχηματίζει εικόνες είδωλα διάφορων αντικειμένων, σε μεγαλύτερο μέγεθος από αυτές που γίνονται αντιληπτές με γυμνό μάτι. Η γωνιακή μ. ενός οπτικού συστήματος προκύπτει από τον λόγο της γωνίας υπό την οποία… …   Dictionary of Greek

  • νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού …   Dictionary of Greek

  • Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… …   Dictionary of Greek

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»