-
1 γυμνό(ν)
τό1) нагота; 2) обнажённое тело; 3) иск. обнажённая натура, ню -
2 γυμνό-
первая часть сложных слов, означ. голый, обнажённый -
3 γυμνό(ν)
τό1) нагота; 2) обнажённое тело; 3) иск. обнажённая натура, ню -
4 γυμνός
η, ό[ν]1) голый, нагой, обнажённый; неодетый; слишком легко одетый; 2) плохо одетый, не имеющий хорошего платья; одетый в лохмотья, оборванный; 3) ничем не прикрытый, оголённый; лишённый чего-л.;γυμνοί τοίχοι — пустые, голые стены;
γυμνή μάχαιρα — нож без чехла, без ножен;
γυμνά μαξιλάρια — подушки без наволочек;
γυμνός αγωγός — или γυμνό καλώδιο — оголённый провод;
4) голый, оголённый, лишённый растительности;γυμνό εδαφος — голая земля;
§ γυμνή αλήθεια — голая истина, правда;
γυμνό σπίτι — пустой дом, голые стены;
λόγος γυμνός επιχειρημάτων — ничем не мотивированная, не аргументированная речь;
γυμνός επιστημονικών εφοδίων — лишённый научной подготовки, не имеющий глубоких знаний
-
5 γυμνοδερκεομαι
-
6 γυμνοπαιδια
ἥ преимущ. pl. гимнопедии (ежегодный летний праздник в Спарте, на котором, в честь павших в битве при г. Θυρέα в 550 г. до н.э., устраивались гимнастические состязания и пляски) Her., Thuc., Xen., Plat.; sing. Plut. -
7 γυμνορρυπαρος
-
8 γυμνοσοφισται
οἱ гимнософисты (название, данное греками индийским философам-аскетам) Arst., Plut., Luc. -
9 μάτι
τό1) глаз, око;τα κομμένα μάτια — запавшие глаза;
μισοκλείνω τα μάτια — щуриться;
χαμηλώνω τα μάτια — опустить глаза, потупиться;
2) глаза, зрение;έχω καλό ( — или δυνατό) μάτι — иметь хорошее, острое зрение;
3) взгляд, взор;4) дурной глаз;έχω κακό μάτι — иметь дурной глаз;
τό μάτι μη σε πιάσει — чтоб тебя не сглазили;
5) бот. глазок, почка;6) конфорка (кухонной плиты); 7) петля (в вязаных, плетёных вещах);§ μάτι νερού — ключ, родник;
αυγά μάτια — яичница-глазунья;
μάτι της θάλασσας — водоворот;
(на море);μάτι της εταζέρας — отделение этажерки;
ρίχνω στάχτη στα μάτια — пускать пыль в глаза;
καρφώνω τα μάτια — вперить взгляд (в кого-л., во что-л.); — уставиться (разг), пялить глаза (прост.) (на кого-л.);
παίρνω τα μάτια μου (καί φεύγω) — уходить без оглядки;
χτυπώ στο μάτι — а) бросаться в глаза1; — б) привлекать внимание;
αδτή μοβ χτύπησε στο μάτι — она мне приглянулась, понравилась;
κάνω ( — или κλείνω, πατώ) το μάτι σε κάποιον — подмигивать кому-л.;
κάνω τα γλυκά μάτια — строить глазки;
δεν πιστεύω στα μάτια μου — не верить своим глазам;
κλείνω ( — или σφαλώ) τα μάτια μου — закрыть глаза, умереть;
δεν έχω κανένα να μού κλείσει τα μάτια — некому будет закрыть мне глаза (о полном одиночестве);
κλείνω τα μάτια — или κάνω στραβά μάτια — закрывать глаза (на что-л.);
ανοίγω κάποιου τα μάτι — открывать кому-л. глаза (на что-л.);
ανοίγω τα μάτι μου — а) открывать глаза, просыпаться; — б) перен. прозревать;
έχω τα μάτια μου (δεκα)τέσσερα — смотреть во все глаза;
τα μάτια σου τέσσερα ( — или δεκατέσσερα)! — смотри в оба!;
δεν έχω μάτια να τον δώ — я его видеть не могу;
τον έχω ( — или τον έβαλα) στο μάτι — он у меня на примете;
τον πήρε το μάτι μου — я его заметил;
τον πήρα (με) καλό (κακό) μάτι — он мне понравился (не понравился) с первого взгляда;
την έβαλα στο μάτι — я положил на неё глаз, она будет моей;
βγάζω τα μάτια μου μοναχός μου — я сам себя наказал;
παίρνω κάτι μπροστά απ' τα μάτια κάποιου — взять что-л, из-под носа у кого-л.;
δείχνω ( — или βάζω) κάη μπροστά στα μάτια κάποιου — ткнуть носом кого-л. во что-л.;
δεν ξεκολλώ τα μάτια μου από κάποιον — не спускать глаз с кого-л.;
φυλάγω σαν τα μάτια μου — беречь как зеницу ока;
τό παιδί και τα μάτια σου — не спускай с ребёнка глаз, смотри за ним как следует;
τρώγω κάποιον με τα μάτια μου — пожирать кого-л. глазами;
δεν σηκώνω τα μάτια μου από κάποιον — не сводить глаз с кого-л.;
δεν χορταίνει το μάτι μου — или έχω μάτι ανεχόρταγο — быть ненасытным, алчным;
όσο παίρνει το μάτι — насколько хватает глаз, огромный (о пространстве);
δεν μού γεμίζει το μάτι — а) не стоит этих денег; — б) мне кажется, что эτο — не так красиво (ценно, интересном т. п.);
τον έχει σαν τα μάτια του — он ему дороже собственных очей;
μαύρισε το μάτι μου από την πείνα — у меня потемнело в глазах от голода;
με πιάνει το μάτι — меня легко сглазить;
παίζει ( — или πετάει — или ξεπετά) το μάτι μου — у меня глаз дёргается (ток. примета — к встрече с кем-л.);
δεν έχεις μάτια;
ты что, слепой?;θα σού φάω το μάτι — я тебе отомщу;
μάτι με μάτι — с глпзу на глаз;
με τα μάτια μου — своими глазами;
με το μάτι — на глаз, на глазок;
με γυμνό μάτι — невооружённым глазом;
γιά τα (μαύρα) μάτια — или. γιά τα μάτια (τού κόσμου) — для вида, для отвода глаз;
γιά τα ωραία μάτια — роди прекрасных глаз;
γιά τα μαύρα σου τα μάτια ирон. — ради твоих прекрасных глаз;
με κλειστά (τα) μάτια — безрассудно, слепо; — не глядя; — с закрытыми глазами, не размышляя;
μέσα ( — или μπροστά) στα μάτια μας — на наших глазах;
(σού ορκίζομαι) στα μάτια μου — клянусь тебе жизнью!;
μέσ'τά μάτια — в в глаза;
να μη σε ιδούν τα μάτια μου! — уходи с глаз долой!;
να μη σε ξαναδούν τα μάτια μου — не попадайся мне больше на глаза;
να μού βγούνε ( — или χυθούν) τα μάτια! — пусть лопнут мой глаза!;
να μη χαρώ τα μάτια μου! — пусть я ослепну!, чтоб мне света белого не видеть! (в клятвах);
μάτιа μου! — любовь моя1, мой дорогой!, свет очей моих!;
τό γινάτι βγάζει μάτι — погов. ≈ — упрямство до добра не доведёт;
η
πραμάτεια θέλει μάτια — посл. ≈ — товар показ любит;τα μάτια πού δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται — погов, ≈ — с глаз долой — из сердца вон;
φάτε μάτια ψάρια και η κοιλιά περίδρομο — погов. хоть видит око, да зуб неймёт
См. также в других словарях:
γυμνό σωμάτιο — Ονομασία ενός υποθετικού και καθαρά αδρανούς σωματίου που το ξεχωρίζει από το αληθινό φυσικό σωμάτιο ντυμένο σωμάτιο. Η ονομασία αυτή έχει δοθεί κατ’ αναλογία προς το αφύσικο γυμνό κενό που διακρίνεται από το φυσικό κενό, δηλαδή τον χώρο που… … Dictionary of Greek
Γυμνό — Sp Gimnas Ap Γυμνό/Gymno L Graikija (Euboja) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
γυμνό — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ., 470 κάτ.) του νομού Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λυρκείας. 2. Κωμόπολη (υψόμ. 140 μ., 2.021 κάτ.) του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμαρυνθίων. * * * το βλ.… … Dictionary of Greek
αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… … Dictionary of Greek
αστρικά σμήνη — Αστέρες, που τα μεταξύ τους χαρακτηριστικά είναι όμοια, όπως όμοιος είναι ο τρόπος της κίνησής τους. Τα α.σ. είναι αθροίσματα αστέρων, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύνολο εξαιτίας της ομοιόμορφης κίνησης και της ομοιότητας των φασματικών… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην … Dictionary of Greek
μεγέθυνση — Η ιδιότητα ενός οπτικού συστήματος να σχηματίζει εικόνες είδωλα διάφορων αντικειμένων, σε μεγαλύτερο μέγεθος από αυτές που γίνονται αντιληπτές με γυμνό μάτι. Η γωνιακή μ. ενός οπτικού συστήματος προκύπτει από τον λόγο της γωνίας υπό την οποία… … Dictionary of Greek
νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού … Dictionary of Greek
Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… … Dictionary of Greek
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek